Η προσέγγιση πάνω στο έργο είναι τόσο αντισυμβατική όσο και το κείμενο της Σάρας Κέιν.
Το ρολόι δείχνει 22.35. Λίγο πριν έδειχνε 04.48. Δεν ξέρεις ποια ώρα είναι η σωστή. «Είναι η μια στιγμή διαύγειας πριν την αιώνια νύχτα» για την οποία σου μιλούσε η Σάρα Κέιν ή αυτή για την οποία σε πληροφορεί το κινητό σου... Το κακό είναι ότι ο εφιαλτικός κόσμος της Κέιν ολοένα και συναντιέται με το δικό σου, τον δικό μας. Ο λόγος της έχει πάψει να είναι προφητικός• είναι απλώς παρών. Ακόμα κι αν τον αναγνωρίζεις μέσα από το παραλήρημα μιας υποψήφιας αυτόχειρας, όπως στο «4.48 Ψύχωση» του Bios.
Η πραγματικότητα της Κέιν, αυτή που περιέγραφε στα λιγοστά έργα της μέχρι το χειμώνα του 1999 (οπότε και κρεμάστηκε με τα κορδόνια των παπουτσιών της) και για την οποία είχε δεχθεί άπειρες και σκληρές επιθέσεις, είναι τελικά ο τρομακτικός κόσμος στον οποίο έχουμε μεταμορφωθεί. «Δεν μπορώ να ζήσω σε αυτό τον κόσμο» κραυγάζει στο τελευταίο της έργο και η φωνή της πια ταυτίζεται με εκατομμυρίων άλλων ανθρώπων που μοιράζονται τα ίδια συναισθήματα, για τα οποία μιλάει σκόρπια, αλλά και τόσο συνεκτικά στην «Ψύχωση». Η ηρωίδα (αν τη δούμε ως ηρωίδα) είναι ένα καταραμένο πλάσμα που σπαράσσεται καθώς αφηγείται τον πόνο, το θυμό, τη ντροπή, τη χαμένη πίστη, την παράφρονη αγωνία, την απελπισία, τη μοναξιά, τη μονιμότητα της καταστροφής. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι όλες αυτές οι ψυχικές και νοητικές καταστάσεις έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή της παγκόσμιας πλειονότητας και ότι η Κέιν δεν είναι μια καταθλιπτική έγκλειστη σε ψυχιατρείο, αλλά μια φωνή που ουρλιάζει από ντουντούκα εκφράζοντας το συλλογικό μας ασυνείδητο (και συνειδητό);
Σοφή επιλογή ως εκ τούτου, η σκέψη της Αντζελας Μπρούσκου να φτιάξει από το «4.48 Ψύχωση» ένα έργο για πολλές φωνές, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να μεταφραστεί σκηνικά ως μονόλογος ή διάλογος της ασθενούς με τον ψυχίατρό της. Η προσέγγιση της σκηνοθεσίας της είναι τόσο αντισυμβατική όσο και το κείμενο της Κέιν. Δεν είναι ξεκάθαρο βέβαια, αν προσπαθεί να θεατροποιήσει το χάος στην ψυχή του ενός ή το χάος στην ψυχή των πολλών – αν και όποια ανάγνωση θελήσεις να δώσεις, δεν απομακρύνεσαι από τον πυρήνα του έργου.
Φωτιστικά γραφείου και πορτατίφ δίνουν μια χειροποίητη αίσθηση στο σκηνικό συμβάν σαν να στέκονται ξανά και ξανά στη φράση του έργου «να θυμάσαι το φως και να πιστεύεις στο φως». Η αναρχία της απεικόνισης, κυρίως μέσα από την καταγραφή που πετυχαίνουν οι κάμερες χειρός εντείνουν την ατμόσφαιρα απειλής που έτσι κι αλλιώς στραγγαλίζει την ψυχή της ηρωίδας. Ακόμα και η φιλοξενία της παράστασης σε ένα πέτρινο υπόγειο εκλαμβάνεται ως σημειολογικής αξίας για την καταβύθιση σε ένα σκοτεινό εαυτό – όλοι τον κρύβουμε εξάλλου.
Δύο πρόσωπα επωμίζονται να δώσουν φωνή στον τρόμο της Κέιν, η Παρθενόπη Μπουζούρη και η Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου, ενώ η Αντζελα Μπρούσκου σε ρόλο οργανωτή κι επόπτη της παράστασης δίνει με τη βαθιά και ήρεμη φωνή της ζωή στην παρουσία του ψυχιάτρου. Σχήμα που αποδίδει φυσικά αν και η ερμηνεία της Μπουζούρη είναι καθηλωτική, σπαρακτική, ωμή και ποιητική, στάζει αίμα και δάκρυα όπως το λευκό φανελάκι που φοράει στη σκηνή του φινάλε. Οπως λέει κάπου και η συγγραφέας «η αγάπη με κρατάει σκλαβωμένη σε ένα κλουβί δακρύων». Αν όλη αυτή τη βαρβαρότητα συναισθημάτων μπορούσε μια μουσική να την περιγράψει, αυτή θα ήταν η επένδυση της Nalyssa Green, η οποία εμφανίζεται στη σκηνή περίπου σαν άγγελος που ανοίγει τις πόρτες μιας κόλασης.